Οι εραστές του αποτελέσματος (Ποδόσφαιρο)

30 Οκτωβρίου 2011 - ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ

Οι 120 Έλληνες και Ξένοι Προπονητές Ποδοσφαίρου – Μπάσκετ – Στίβου που αγωνιούν και πάσχουν περισσότερο από όλους για το αποτέλεσμα και γράψανε την επιτυχημένη ιστορία του Παναθηναϊκού. *

Μια ειδική εργασία του Γιώργου Λιβέρη

Οι εραστές του αποτελέσματος (Ποδόσφαιρο)
Οι εραστές του αποτελέσματος (Μπάσκετ)
Οι εραστές του αποτελέσματος (Στίβος)

* Πατήστε στον κάθε τίτλο για να μεταβείτε στο σχετικό κείμενο

Περισσότερο από τους αθλητές λατρεύουν το αποτέλεσμα οι προπονητές. Σκέπτονται, πασχίζουν, αγωνιούν, μόνο γι’ αυτό. Μοναδική επιδίωξή τους να επιτευχθεί. Ο τρόπος και το μέσο που θα γίνει αυτό αποτελεί την κυρίαρχη διάσταση. Τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα.

Αναντίρρητα υπάρχει και το θέαμα. Αλλά αυτό έχει αξία υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνεται το ποθητό αποτέλεσμα. Είναι χωρίς ουσία ένα υπέροχο θέαμα με ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Το γνωρίζουμε και τελικά το επικροτούμε όλοι. Αρνούμεθα να είμαστε φιλοθεάμονες, γίναμε οπαδοί. Αυτό ισχύει παγκόσμια, άσχετα εάν τα εκλεκτά ταλέντα του διεθνούς ποδοσφαιρικού ρεπερτορίου φθάνουν στο αποτέλεσμα μέσα από ένα θέαμα που έρχεται λόγω της μοναδικής επιδεξιότητάς τους και των ζογκλερικών ικανοτήτων τους.

Η αναφορά φυσικά για το Ποδόσφαιρο και το Μπάσκετ. Οι προσπάθειες των ομάδων που επιχειρούν μέσα από τακτικές και αιφνιδιασμούς πρέπει να βγάζουν και θέαμα. Πολλές φορές επιτυγχάνεται. Τις περισσότερες όμως  παραχωρεί τη θέση του στη δυναμική του μονόδρομου που οδηγεί στο αποτέλεσμα.

Αυτό διαπιστώνεται ευκολότερα στο Μπάσκετ όπου τώρα πλέον η (μη θεαματική) άμυνα έχει κυριαρχήσει στις τακτικές των ομάδων. Διότι αυτή κυρίως προσφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αλλά καταπονεί ιδιαίτερα τους παίκτες, οι οποίοι ενστικτωδώς αντιδρούν χρειαζόμενοι πίεση για να εφαρμόζουν αμυντικά συστήματα.
Αναγκαστικά αποδεκτοί οι νέοι μέθοδοι τακτικής από τους φιλάθλους. Περισσότερο από τους προπονητές που σταδιακά οδηγήθηκαν στο σημερινό αγωνιστικό μοντέλο. Παγκόσμια εκφραστική συνήθεια μετά την πλημμυρίδα των διαφόρων μορφών στοιχημάτων.

Θεός λοιπόν το αποτέλεσμα. Εκπρόσωποι, για την επίτευξή του, οι προπονητές. Πλέον επιτυχημένοι οι ικανοί να φέρνουν τους Παίκτες και τους Αθλητές σε πλεονεκτική θέση έναντι των αντιπάλων. Στην ιστορία του ο Παναθηναϊκός είχε περισσότερους από 120 προπονητές στο Ποδόσφαιρο, το Μπάσκετ και το Στίβο. Άλλους επιτυχημένους, άλλους όχι. Κάποιους με μακροχρόνιους δεσμούς, άλλους με ολιγοήμερες (!) σχέσεις. Θα προσπαθήσω να τους παρουσιάσω όλους. Κυρίως βέβαια τους επιτυχημένους, με κάποια σειρά αξιολόγησης. Με αντικειμενικά κατά το δυνατόν κριτήρια, αλλά και προσωπικά, από επηρεασμούς που δεν είναι δυνατόν να μην επιδρούν. Σε μια πορεία μεγαλύτερη των 60 ετών στους κόλπους του Αθλητισμού, όπου είχα πλήθος ευκαιριών να τους συναντήσω.

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ 61 (36 – 1 – 24)    

Το Ποδόσφαιρο δεν έχει μετάλλια σε μορφή Ολυμπιακών Αγώνων. Επομένως το αριθμητικό σχήμα 61, (36 – 1 – 24) εκφράζει κάτι διαφορετικό. Είναι ο συνολικός αριθμός των Προπονητών Ποδοσφαίρου στην ιστορία του Παναθηναϊκού, δηλαδή 61 με ανάλυση: Οι ξένοι που πέρασαν από τις τάξεις του (36) έναν που τον θεωρώ κατά το ήμισυ Έλληνα και κατά το υπόλοιπο ξένο και (και ας μη κρυβόμαστε) είναι ο Ελληνο – Αργεντινός Χουάν Ραμόν Ρότσα και τους 24 Έλληνες.

Ένας μεγάλος αριθμός Προπονητών για τα 103 χρόνια του Συλλόγου. Λιγότερο από 2 χρόνια παραμονή κατά μέσο όρο. Ακόμη και εάν θεωρήσουμε πως σε κάποιες περιπτώσεις συνεργάζοντο 2 – 3 μαζί, ή την ίδια χρονιά είχαμε αντικατάσταση με έναν υπηρεσιακό κ.λ.π. πάλι ο αριθμός είναι εντυπωσιακός. Αλλά ας μη ξεχνάμε. Ελλάδα είναι εδώ. Να τους δούμε λοιπόν.

ΟΙ 36 ΞΕΝΟΙ ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ

Η προσπάθεια αξιολογικής σειράς είναι δύσκολη, αλλά με το χέρι στην καρδιά όχι αδύνατη.

ΦΕΡΕΝΣ ΠΟΥΣΚΑΣ (ΟΥΓΓΑΡΙΑ) 1970 – 74: Ακόμη και να μη τον πιστεύεις δεν μπορείς να μην του προσφέρεις την πρωτοκαθεδρία. Η επιτυχία του στην πορεία προς το Γουέμπλεϋ και το Μοντεβιδέο είναι συγκλονιστική (μοναδική για εκείνον και για μας) όπερ αποκαλυπτόμεθα. Ακόμη υπήρξε ο ηγέτης της περίφημης μαγυάρικης  ενδεκάδας, με θρυλικά αποτελέσματα. Το άγαλμά του οπωσδήποτε να κοσμήσει το νέο γήπεδο. Για τις επιτυχίες του στην Ουγγαρία ως παίκτης και στην Ελλάδα ως Προπονητής.

ΓΙΟΖΕΦ ΣΤΡΑΝΤΛ (ΑΥΣΤΡΙΑ) 1948 – 50: Κατ’ αρχήν σήμερα αναφέρεται ως Στραντ ενώ το όνομά του είναι Στραντλ. Ήταν η εποχή που το τρίο Ουγγαρία – Αυστρία – Γιουγκοσλαβία μεσουρανούσε στην Ευρώπη. Ο πρώτος που δίδαξε υψηλή τεχνική στη χώρα μας. Παρουσίασε την τακτική κυριαρχίας στο χώρο με τρίγωνα. Αιφνιδίαζε τους αντιπάλους με το σύστημά του και μας χάρισε τον πρώτο μεταπολεμικό τίτλο. Δεν υπήρξε μεγάλος παίκτης, αλλά μεγάλος δάσκαλος στην τότε Αυστρία των Μέλχιορ, Όστβιρκ, Στόγιασπαλ κ.λ.π. ισοδύναμη της Ουγγαρίας.

ΧΑΡΙ ΓΚΕΙΜ (ΑΓΓΛΙΑ) 1951 – 53 και 1960 – 63: Συνολικά μια πενταετία. Είναι πολλά τα χρόνια για την Ελλάδα, όπως και κάθε επαναπρόσληψη. Αγγλικό φλέγμα, τυπική βρετανική τακτική, εργατικότητα και λατρεία στη φυσική κατάσταση. Όλα άγνωστα σε μας. Μας έβαλε στον ποιοτικό δρόμο του Ποδοσφαίρου. Μας δίδαξε τα απαραίτητα στοιχεία του. Τον θεωρήσαμε λίγο περίεργο. Ίσως ήταν, όπως και ο Όττο Ρεχάγκελ άλλωστε, πολύ αργότερα.

 

ΣΤΕΦΑΝ ΜΠΟΜΠΕΚ (ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ) 1963 – 67 και 1974 – 75: Το μεγαλύτερο όνομα παίκτου μετά τον Φέρενς Πούσκας που ήρθε στην Ελλάδα. Κοντά μας έμεινε επίσης μια πενταετία με επαναπρόσληψη. Υπήρξε ο εισηγητής του εκσυγχρονιζόμενου ποδοσφαίρου. Μας δίδαξε τις νέες τακτικές. Τα συστήματά του ήταν πρωτοποριακά. Προηγείτο της εποχής του. Είχε δυο μειονεκτήματα. Όπως άρχιζε τελείωνε τον αγώνα. Δεν τον «έβλεπε» για να κάνει τις απαραίτητες μετακινήσεις ή εξελίξεις ανάλογα, με τον αντίπαλο κι την πορεία. Δεύτερον και χειρότερο καθώς ήταν ηχηρό όνομα δεν «συζητούσε» τα θέματά του με την διοίκηση. Δεν είχε διπλωματία. Το αντίθετο του Αντώνη Ματζεβελάκη.

 

ΚΑΖΙΜΙΡ  ΓΚΟΡΣΚΙ (ΠΟΛΩΝΙΑ) 1976 – 78: Ο ένας από τους 2 άριστους Πολωνούς. Μεγάλος σε ηλικία, αλλά με «μαγικό ραβδί» κατόρθωνε να βγάζει αποτέλεσμα εκεί που όλα φαίνονταν χαμένα. Ήταν σοφός, πράος, ήρεμος. Δίδασκε με σωφροσύνη, αλλά περιέργως έβγαζε  πάθος στους παίκτες. Αγαπήθηκε από όλους.

 

ΙΒΙΤΣ ΟΣΙΜ (ΒΟΣΝΙΑ – ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗ) 1992 – 94: Πολύ μεγάλο όνομα διεθνώς ως προπονητής. Δεν αξιολογήθηκε, δεν εκτιμήθηκε στην Ελλάδα. Βεβαίως είμαστε δύσκολος λαός, αλλά λογικός  σύλλογος. Πολλές φορές δεν «πάνε τα χνώτα μας» όπως λέει ο Λαός. Σε ελάχιστο χρόνο μας χάρισε 41 νίκες. Δεν έφθανε αυτό. Έμεινε στην ελληνική ιστορία για το απόφθεγμά του ότι η μπάλα είναι πόρνη. Το γνωρίζαμε, όμως η δική του επιβεβαίωση αποτέλεσε την πιστοποίηση.

ΤΖΟΝ ΣΙΡΙΛ ΚΑΜΠΕΛ (ΑΓΓΛΙΑ) 1908 – 1918: Ιδιώτης, μόνιμα εγκατεστημένος στην Ελλάδα μέχρι της αναγκαστικής αναχώρησής του στο Λονδίνο. Υπήρξε ο σοβαρός ξένος που πήρε από το χεράκι 10 – 12 νέους και προσπάθησε να τους μάθει ποδοσφαιρικούς τρόπους. Βοήθησε αφάνταστα τους αφούς Καλαφάτη στα πρώτα τους βήματα. Όχι μόνο   στο ποδόσφαιρο. Καθώς  ήταν Άγγλος ήταν πλουραλιστικά σπόρτσμαν. Αγαπήθηκε τόσο που δεν τον φώναζαν Σίριλ, αλλά έκαναν λογοπαίγνιο και τον φώναζαν «Σερ» με αποτέλεσμα αυτό να διατηρηθεί και οι μεταγενέστεροι να τον θεωρούν ότι ήταν «Σερ».

ΜΙΚΛΟΣ ΦΟΡΝΕΡ (ΟΥΓΓΑΡΙΑ) 1928 – 29, ΜΑΡΤΟΝ ΜΠΕΜ (ΟΥΓΓΑΡΙΑ) 1934 – 35 και ΓΙΟΖΕΦ ΚΙΝΣΛΕΡ (ΟΥΓΓΑΡΙΑ) 1930 – 33: Οι τρεις πρώτοι από τους 6 συνολικά Ούγγρους προπονητές ποδοσφαίρου που ήρθαν στον Παναθηναϊκό. Την εποχή εκείνη η Ουγγαρία είχε Σχολή, ήταν και της μόδας. Ουσιαστικά μας δίδαξαν πως παίζεται το ποδόσφαιρο, όταν θέλεις να ικανοποιήσεις. Είχε προηγηθεί το 1917 ο Άγγλος Ντέιβιντ Μπαρνς αλλά, ιδίως ο Γιόζεφ Κίνσλερ έφτιαξε παίκτες και ομάδα. Μας χάρισε 80 νίκες στην εποχή της θητείας του και ανέδειξε τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία μας. Από την άλλη ο Μάρτον Μπεμ ήταν π δημιουργός του 8 – 2 απέναντι στους πειραιώτες. Αυτά πρέπει να αναφέρονται.

ΓΙΑΤΣΕΚ ΓΚΜΟΧ (ΠΟΛΩΝΙΑ) 1983 – 85: Μας αγάπησε και εμείς αγαπήσαμε την τεράστια κάτω γνάθο του (κοινώς σιαγόνα) και τα ελληνικά του που δεν θέλουμε να βελτιωθούν καθώς τα απολαμβάνουμε. Σοβαρά τώρα. Δικαίωσε τις καλές φήμες που δημιούργησε ο αείμνηστος συμπατριώτης του Γκόρσκι. Παραμένει κοντά στον Παναθηναϊκό θέλοντας κάθε φορά να βοηθά. Ήταν προπονητής τακτικής, αλλά περισσότερο έπαιρνε από τους παίκτες αυτό που ήθελε. Τίμησε την πατρίδα του.

 

ΦΕΡΝΑΝΤΟΣ ΣΑΝΤΟΣ (ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ) 2002: Δεν τον αναφέρω εδώ για το έργο του που δεν τον βάζει ψηλά στην κατάταξη, κάνω μια εξαίρεση. Τον φέρνω ως παράδειγμα προσαρμογής. Όσο περνά ο χρόνος ο Σάντος γίνεται στην Ελλάδα αποδοτικότερος ως προπονητής. Άρχισε με μέτριες επιδόσεις, οι οποίες σταδιακά παρουσίασαν μια  βελτίωση που τον οδήγησαν ψηλά στον ελληνικό χώρο, όχι στον Παναθηναϊκό. Η θητεία του στην ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ και την Εθνική Ομάδα ουδεμία σχέση έχει με την προγενέστερη παναθηναϊκή διαδρομή του. Αυτά είναι τα αξιοσημείωτα που συμβαίνουν στα Σπορ.

ΣΒΕΤΙΣΛΑΒ ΓΚΛΙΣΟΒΙΤΣ (ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ) 1954 – 1958: Ποιοτικός δάσκαλος του Ποδοσφαίρου. Λάτρευε το διαγώνιο σύστημα. Ο αριστερός μπακ στέλνει κατ΄ευθείαν τη μπάλα στον έξω δεξιά και αντίστροφα. Παραμένει ως σήμερα ο ξένος προπονητής με τις περισσότερες νίκες. Συνολικά 96. Με ένα γλυκό πρόσωπο δεν φανέρωνε το δύσκολο χαρακτήρα του, ιδίως με τους παράγοντες. Ανακάλυψε πολλά ταλέντα. Οι γνώμες διχάζονται όσον αφορά τον Μίμη Δομάζο και εάν τον έφερε αυτός. Το πλέον πιθανό: τον είδε στην Άμυνα Αμπελοκήπων και του άρεσε. Ενημέρωσε τον Ματζαβελάκη και αυτός τον Βγενόπουλο (παππού) που είχε τις άκρες με τα μικρά Σωματεία. Το deal έγινε.

Χ. Ε. ΧΟΧΜΠΕΡΓΚ – Σ. ΜΑΡΚΑΡΙΑΝ (ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ) (η αγαπημένη). Κατάφορα αδικούμε τη χώρα με τους δυο υπηκόους της, που κακώς τους περιλαμβάνουμε στους καταφρονημένους. Είναι μόλις (η χώρα) 3.3 εκατ. κατοίκων και ποδοσφαιρικά αντιμετωπίζει τη Βραζιλία των 180. Ο Χουάν Εντουάρντο Χόχμπεργκ μας πρόσφερε το νταμπλ το 1969 και ολίγον από πρωτάθλημα. Το 1970 σε ένα συνδυασμό με Σούτσο και Πετρόπουλο. Ας πούμε ότι έμεινε ένα χρόνο. Μια από τα ίδια με τον Σέρχιο Μαρκαριάν που σε «κοινή» προσπάθεια με Κυράστα ή Σάντος είχε θετικά αποτελέσματα στη διεθνή πορεία. Οι 2 Ουρουγουανοί πήγαν και ήρθαν 2 – 3 φορές ιδίως ο Χόχμπεργκ. Όσον αφορά τον Μαρκαριάν απέφυγα να τον κατατάξω στην κατηγορία Β ως Ελληνο – Αρμένιο. Προσόν του ότι γνωρίζει καλά τη γλώσσα μας.

Οι υπόλοιποι ξένοι:
Ιτζακ Σουμ (Ισραήλ) 2003 – 2004, Τόμισλαβ Ίβιτς (Γιουγκοσλαβία) 1986, Στέφαν Κόβατς (Ρουμανία) 1982 – 83, Βέλιμιρ Ζάετς (Γιουγκοσλαβία) 96 – 97, Γκίντερ Μπένκστον (Σουηδία) 1988 – 89, Μνέβιντ Μπάρνς (Αγγλία) 1917, Γιαν Ζολνάι ή Ζολντάι (Ουγγαρία) 1958 – 59, Μπέλλα Γκούτμαν (Ουγγαρία) 1967 – 68, Αϊμόρε Μορέιρα (Βραζιλία) 1976, Μπρούνο Πεζάολα(Αργεντινός) 1980, Ρόνι Άλεν (Αγγλία) 1980, Χέλμοντ Σενέκοβιτς (Αυστρία) 1981, Πιετρ Πάκερτ (Τσεχοσλοβακία) 1986, Γιάσμικο Βέλιτς (Γιουγκοσλαβία) 2007, Βίκτωρ Μουνιόθ (Ισπανία) 2007, Αλμπέρτο Μαλεζάνι (Ιταλία) 2004 – 2006, Χενκ Τεν Κάτε (Ολλανδία) 2008 – 2009, Σντένεκ Σκάζνι (Τσεχία) 2004 – 2005, Χανς Μπάκε (Σουηδία) 2006 – 2007, Ζεσουάλδο Φερέιρα (Πορτογαλία) 2009 – σήμερα.

Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΕΝΑΣ

Γεννήθηκε στην Αργεντινή, γνώρισε την κιθάρα στο  Buenos Aires και το Ποδόσφαιρο στο La Plata. Έπαιξε ως Έλληνας και οι οχτροί τον αποκάλεσαν «Ιθαγενή από την Πάμπα του Αιγάλεω». Δεν τους κράτησε κακία. Είναι ο Χουάν Ραμόν Ρότσα. Είχε τον Παναθηναϊκό 4 χρόνια στα χέρια του, από τα μέσα του 1993 μέχρι και κομμάτι του 1997. Μας χάρισε ένα Νταμπλ, ένα Σούπερ Καπ, ένα ακόμη Πρωτάθλημα, ημιτελικά στο Τσάμπιον Λινγκ και πολλά χαμόγελα. Επίσης νίκησε, αλλά και έχασε από τον Μουρίνιο. Είναι πάντα κοντά μας για να προσφέρει τις τεχνικές του γνώσεις και την κιθάρα του. Σαν Musician αγαπάει τον Καζαντζίδη, αλλά δεν κρατάει τις υποσχέσεις του. Μας χρωστάει ένα στοίχημα από τη νίκη του μέσα στο Πόρτο. Δεν πειράζει εδώ είμαστε. Θα του δώσουμε σίγουρα μια ευκαιρία στο μέλλον να επανορθώσει.  Διότι ως γνήσιος coach δεν απομακρύνεται από ότι αγαπάει.

ΟΙ 24 ΕΛΛΗΝΕΣ

ΛΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Γνήσιο τέκνο των Αθηνών, υπήρξε ο πρώτος μεγάλος Έλληνας «εραστής του αποτελέσματος», αλλά με σεβασμό στους παίκτες και μεθοδική δουλειά. Ακολούθησε την τεχνική εφαρμογών του Στέφαν Μπόμπεκ. Την λεπτότητα του δαντελένιου παιχνιδιού του, ως ποδοσφαιριστής, τη μετέτρεψε σε λεπτότητα χειρισμών προς τους παίκτες. Για τούτο αγαπήθηκε από όλους. Ένα παράδειγμα συμπεριφοράς που το έζησα στην Κύπρο. Είχε ζητήσει από όλους να έρθουν στην επίσημη δεξίωση με γραβάτα (τότε έτσι ήταν). Ένας παίκτης δεν φόραγε. Έβγαλε τη δική του και του την έδωσε, λέγοντας. «Καλύτερα εγώ αγενής, παρά εσύ». Κάποιος άλλος θα τον είχε διώξει.
Χάρισε στον Παναθηναϊκό 86 νίκες στα χρόνια που δούλεψε: το 1967, 1968 – 70, 1978 – 79 και 1979 – 80. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του αδιακρίτως θέσης και η εξέδρα τον συμπάθησε. Ήταν ο «Λάκης», αγνοούσαν πως το όνομά του ήταν Βασίλης.
Άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία του: Έπαιξε στην Εθνική Ομάδα σε ηλικία μόλις 20 ετών το 1951 και το 1952 έγινε Olympian μετέχοντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ελσίνκι. Συνολικά αγωνίσθηκε στην Εθνική ως επιθετικός μέσος 10 φορές (1951 – 57) και τον Παναθηναϊκό 10 χρόνια (1951 – 1959). Παρ’ όλο ότι άρχισε την αγωνιστική καριέρα του ως Πυγμάχος (1947 – 1949) αγάπησε το Ποδόσφαιρο με πάθος, χαρίζοντας ένα «Νταμπλ» στον Παναθηναϊκό (1969) και τη ζωή του στο Σπορ, καθώς «έφυγε» για πάντα, σε τουρνέ Βετεράνων στις ΗΠΑ.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΙΗΛ: Ένας ακόμη Βασίλης στην κορυφή αλλά κατά περίεργο τρόπο όχι ο συμπαθέστερος, ενώ κατά πολλούς (και ειδήμονες) ήταν ο καλύτερος Έλληνας προπονητής που πέρασε από το Σύλλογο. Ίσως γιατί περιαυτολογούσε, χωρίς να είναι ο μόνος. Χάρισε στον Παναθηναϊκό τις περισσότερες νίκες, 108 και ένα «Νταμπλ» την περίοδο 1990 – 91, ενώ την επόμενη περίοδο (1991 – 92) μας έφερε στους 8 του Τσάμπιον Λινγκ.  Συνολικά προσμέτρησε 6 χρόνια στην υπηρεσία του Συλλόγου. Το βιογραφικό του έχει ενδιαφέρον. Γεννήθηκε το 1938, έπαιξε στον Ηρακλή ΚαβάλΑς. Την περίοδο 1957 – 64. Εργάσθηκε ως προπονητής σε: Καρδίτσα, Νίκη Βόλου, Καβάλα, Καστοριά, Απόλλων Καλαμαριάς, Ολυμπιακό Βόλου, Ξάνθη, Λάρισα, Πανηλειακό κ.λ.π. με τριπλή παρουσία στον Παναθηναϊκό (86 – 88, 90 – 92 και 97 – 99) 2 φορές στην Ξάνθη, 2 φορές στον Απόλλωνα Καλαμαριάς κ.λ.π. Λάτρης των εφαρμογών του γερμανικού συστήματος, πίστευε ότι προηγείτο της εποχής του και ίσως για τούτο οι σχέσεις του με τους παίκτες δεν αποτελούσαν το καλύτερό του. Επί πλέον στα αποδυτήρια έδινε την εντύπωση ότι ήταν άτολμος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ – ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ: Αναφέρονται εδώ υπό την έννοια ότι από το 1908 ο πρώτος και από το 1918 ο δεύτερος, ως ηγέτες της γενικότερης δημιουργικής προσπάθειας προσέφεραν τις γνώσεις τους και ως τεχνικοί σύμβουλοι όταν και όποτε η ομάδα το χρειαζόταν. Άλλωστε από δική τους πρωτοβουλία προέκυψε και η συμμετοχή μας στο ποδοσφαιρικό τουρνουά των Ολυμπιακών του 1920 στην Αμβέρσα όπου η ομάδα όχι μόνο δεν είχε προπονητή αλλά με δυσκολία κάλυψε την ενδεκάδα. Ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του ’30 οι δυο τους προωθούσαν διοικητικά και τεχνικά και τα άλλα αθλήματα, όπως το Μπάσκετ από το 1922, το Βόλεϊ, το Χόκεϊ κ.λ.π.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΓΙΑΚΗΣ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΣΟΥΤΣΟΣ – ΝΙΚΟΣ ΣΙΜΟΣ: Ηγέτης της τριάδας ήταν ο Αντώνης, επιστημονικός εγκέφαλος ο Οδυσσέας και άρχων του γηπέδου ο Νίκος Σίμος. Ο Μηγιάκης γεννήθηκε το 1911 και έπαιξε στον Παναθηναϊκό από το 1928 μέχρι το 1943. Αγωνίσθηκε 17 φορές με την Εθνική Ομάδα, ενώ σε 12 αγώνες της ήταν προπονητής της.
Το τρίο διαφέντεψε τον Παναθηναϊκό τις χρονιές 1946 – 49, 1953 – 54 και 1959 – 60 προσφέροντάς του το πρώτο εθνικό πρωτάθλημα. Ο Οδυσσέας ήταν ο μόνος, από τους 3, καθηγητής Σωματικής Αγωγής και πολυγραφότατος σε περιοδικά και εφημερίδες. Μάλιστα κάλυψε το θέμα «Ποδόσφαιρο» στην «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Αθλητισμού» που κυκλοφόρησε το 1961. ο μικρόσωμος Σίμος ήταν ο βιρτουόζος μέσος επιθετικός που πάντα συγκινούσε.

ΣΠΥΡΟΣ ΥΠΟΦΑΝΤΗΣ: Γέννημα θρέμμα της Άμυνας Αμπελοκήπων όπου έπαιζε από τα 14 έως τα 17 του χρόνια (γενν. Το 1909) όταν το 1926 γράφτηκε στον Παναθηναϊκό. Έπαιζε ως αριστερός χαφ μέχρι το 1940, ενώ είχε αρχίσει την προπονητική του καριέρα. Πήγε στην Κύπρο στην ομάδα της Λεμεσού 1934 με 1936. Αγωνίσθηκε 25 φορές με την Εθνική Ομάδα. Στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής ανέλαβε να διατηρήσει ζωντανή την ομάδα του Παναθηναϊκού μαζί με τον Θέμο Ασδέρη και τον παλαιό Κωνσταντινοπολίτη παίκτη της ΑΕΚ Δημητριάδη. Η ατυχία τον κτύπησε αμέσως μετά. Στη διάρκεια της εμφύλιας σύρραξης των Δεκεμβριανών ένας όλμος κτύπησε το σπίτι του σκοτώνοντας την αδελφή του, τον γαμπρό του και το παιδί τους, ενώ ο ίδιος έχασε το πόδι του. Μοιραία, αποχώρησε από τα καθήκοντά του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΑΣΤΑΣ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ – ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ: Οι 3 καταξιωμένοι παίκτες και ακολούθως προπονητές ανέλαβαν χωριστά και ανεξάρτητα την ευθύνη της ομάδας και όχι από κοινού όπως σε άλλες περιπτώσεις. Ούτε με τη συνεργασία ξένου. Ο Κυράστας αρχικά 11 μήνες, ήμισυ του 1999 και ήμισυ του 2000 σε πρώτη θητεία και δεύτερη το β’  εξάμηνο του 2001. Είχαν παρεμβληθεί ο Άγγελος Αναστασιάδης για ολόκληρο χρόνο του 2000 και ο Στράτος Αποστολάκης, ο ρέκορντμαν των συμμετοχών στην Εθνική Ομάδα και λαμπρός χειριστής του προφορικού λόγου, μόλις για τους 3 πρώτους μήνες του 2001. Δεν είναι θέμα εάν κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν. Αυτά τα χρονικά διαστήματα δεν επιτρέπουν στους προπονητές ούτε τα ονόματα των (ξένων) παικτών να μάθουν. Ο Κυράστας δεν υπάρχει στη ζωή, ο Αναστασιάδης συνεχίζει επιτυχώς.

Άλλοι Έλληνες κυρίως σε συνεργασία με ξένους ή ως υπηρεσιακοί προπονητές είναι οι εξής:
Γαβριήλ Γαζής 67 – 68 και 79, Βαγγέλης Πανάκης 74 – 75, Δημήτρης Θεοφάνης 74 – 75 και 78, Νίκος Τζουνάκος 76, Τάκης Παπουλίδης 78, Ανδρέας Παπαεμμανουήλ 80 και 83, Κώστας Τσάκος 83, Γιάννης Καλογεράς  88, Μάικ Γαλάκος 96 – 97, Νίκος Καρούλιας 97, Τότης Φυλακούρης 2005 κ.λ.π.

Επιμέλεια: Γιώργος Λιβέρης

Ετικέτες: Οι εραστές του αποτελέσματος. Προπονητές ποδοσφαίρου.


Ο Σύλλογος Παλαιμάχων Αθλητών του Παναθηναϊκού Α.Ο. όλων των Αθλημάτων σας προσφέρει τη νέα υπηρεσία newsletter. Μέσω αυτής θα λαμβάνετε στο email σας ενημέρωση για τα τελευταία ιστορικά αθλητικά άρθρα, ανακοινώσεις, εκδηλώσεις του Συλλόγου μας.